- μεταλλεύω
- (ΑM μεταλλεύω)ανασκάπτω μεταλλείο, εξορύσσω μετάλλευμα, εξάγω από τη γη μέταλλο («ἐκ τῶν ὀρέων αὐτῆς μεταλλεύσεις χαλκόν», ΠΔ)νεοελλ.-μσν.(ενεργ. και μέσ.) εκμεταλλεύομαι μεταλλεία ή μεταλλοφόρα στρώματααρχ.1. καταδικάζω κάποιον να εργάζεται σε μεταλλεία2. (για πολιορκητές) εκτελώ υπονομευτικά έργα, σκάβω υπόγειες σήραγγες («μεταλλεύοντες τὰς ὑπονόμους σήραγγας», Διον. Αλ.)3. σκάβω υπονόμους4. ζητώ, ερευνώ5. διαστρέφω, διαστρεβλώνω («ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας μεταλλεύει νοῡν ἄκακον», Σοφ.)6. παθ. μεταλλεύομαιμεταστρέφομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο ή μεταλλεύς].
Dictionary of Greek. 2013.